- δίληπτος
- δῐ-ληπτος, ον,A ambiguous, Sch.Il.2.642.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δίληπτος — ο (Μ δίληπτος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο δίληπτος γένος τραχηλιδών πρωτόζωων μσν. αυτός που μπορεί να εκληφθεί με δύο διαφορετικές σημασίες, διφορούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + ληπτός < λαμβάνω (πρβλ. εύληπτος, δύσληπτος)] … Dictionary of Greek
δίληπτον — δίληπτος ambiguous masc/fem acc sg δίληπτος ambiguous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)